ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ... ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Οι ιστορίες που έγιναν αιτία να γραφτούν ορισμένα απο τα πιο αγαπημένα μας τραγούδια
Σάββατο 23 Ιουλίου 2011
Από το αεροπλάνο
Ερμηνεία: Κώστας Χατζής, 1972
Το έξοχο τραγούδι «Από το αεροπλάνο», σε μουσική του Κώστα Χατζή και στίχους της Σώτιας Τσώτου, είναι γραμμένο με αφορμή το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 και τα όσα έζησε η εξαίρετη στιχουργός στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Η Σώτια Τσώτου ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 60 μια νεαρή ανερχόμενη δημοσιογράφος, που έκανε πολιτικό ρεπορτάζ για την εφημερίδα Ελευθερία. Η Εφημερίδα διέκοψε την κυκλοφορία της την 21η Απριλίου του 1967, την ίδια μέρα που έλαβε χώρα το στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Σώτια Τσώτου με το κλείσιμο της εφημερίδας έμεινε άνεργη και σκέφτηκε να αναζητήσει δουλειά στη Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στο συγκρότημα Βελλίδη, που εξέδιδε τις εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού αντίκρισε έκπληκτη τη χούντα σε όλο της το μεγαλείο: στρατός, άρματα μάχης και μια πληθώρα ανθρώπων που ήλεγχαν εξονυχιστικά όλους όσους έφταναν εκεί για να ταξιδέψουν ή όσους επέστρεφαν. Η Σώτια Τσώτου τη στιγμή που έπαιρνε το δελτίο επιβιβάσεως συνελήφθη, υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο και αυστηρότατη ανάκριση που κράτησε ώρες ολόκληρες. Φυσικά έχασε το αεροπλάνο.
Αφού τελείωσε το μαρτύριο της και δεν βρέθηκαν εις βάρος της ενοχοποιητικά στοιχεία, αφέθηκε ελεύθερη. Έπειτα από τόσες ώρες στο ανακριτικό γραφείο του αεροδρομίου, ταλαιπωρημένη, αηδιασμένη και φοβισμένη, επιβιβάστηκε στο επόμενο αεροπλάνο για την Θεσσαλονίκη. Όταν απογειώθηκε, κοίταξε από ψηλά και είδε πως είχαν καταντήσει την Ελλάδα του Ρίτσου, του Σεφέρη και του Ελύτη οι συνταγματάρχες. «Κοίταξε πως φαντάζουν από εδώ ψηλά» σκέφτηκε. «Μυρμήγκια. Μοιάζουν μυρμήγκια οι άνθρωποι». Και πράγματι, μυρμήγκια έμοιαζαν οι συνταγματάρχες και το καθεστώς τους από ψηλά.
Πριν ακόμα σβήσει η επιγραφή του αεροπλάνου «προσδεθείτε», εκείνη έλυσε την ζώνη ασφαλείας και αισθάνθηκε να της φεύγει ένα βάρος, μαζί και ο φόβος που είχε νιώσει στα χέρια τους. Ένιωσε ελεύθερη και συγχρόνως θυμωμένη με όλα αυτά που είχε ζήσει και αντικρίσει στο αεροδρόμιο. Εκείνη τη στιγμή έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της, ότι το πρώτο της ρεπορτάζ όταν θα ξανάβρισκε δουλειά, θα ήταν σχετικό με αυτά, αλλά και με τα συναισθήματα των ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο από ψηλά. Από το αεροπλάνο. Τελικά φτάνοντας στην Θεσσαλονίκη δεν βρήκε δουλειά στο συγκρότημα Βελλίδη. Ήταν γραφτό να μην συνεχίσει την καριέρα της ως δημοσιογράφος. Έτσι, εκείνο το ρεπορτάζ που ετοίμαζε για τη στήλη κάποιας εφημερίδας έγινε ευτυχώς στίχος, αφού η Σώτια Τσώτου ασχολήθηκε από τότε με την ποίηση και το τραγούδι.
Πολύ με πίκρανε η ζωή
μακριά θα φύγω ένα πρωί
θ’ ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο
να δω τον κόσμο από κει πάνω
Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με ζωγραφιά
και συ την πήρες σοβαρά
Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα,
μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι,
το μεγαλύτερο ανάκτορο
μοιάζει με ένα μικρούλι τόπι
Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε
από ψηλά αν τους κοιτάξεις
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι
που στην στιγμή θα τους ξεχάσεις
Αγαπημένη μου μη κλαις
πάμε μαζί ψηλά αν θες
να δεις την γη από την σελήνη
ένα φεγγάρι είναι και κείνη
Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά
και συ τον πήρες σοβαρά
Μοιάζουν οι πύργοι με κουκλόσπιτα
και τα κανόνια με παιχνίδια
από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε
οι ομορφιές και τα στολίδια
Και ότι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε
από ψηλά αν το κοιτάξεις
θα σου φανεί τόσο ασήμαντο
που στη στιγμή θα το ξεχάσεις
- Απο το βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη "Ένα τραγούδι... μια ιστορία", εκδόσεις Τουμπής
Δευτέρα 2 Μαΐου 2011
Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα
Βασίλη Τσιτσάνη – Γεράσιμου Τσάκαλου
Ερμηνεία: Μαρίκα Νίνου, 1954
Ένα από τα μεγάλα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη είναι και το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», που ερμήνευσε μοναδικά η Μαρίκα Νίνου το 1954. Το τραγούδι, όπως θα δούμε είναι γραμμένο για το τέλος της «θυελλώδους» συνεργασίας τους κι όχι μόνο.
Η Νίνου με τον Τσιτσάνη γνωρίστηκαν το 1949, όταν εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, με τον Στελλάκη Περιπινιάδη και την Μιχάλη Γενίτσαρη. Πριν ασχοληθεί με το τραγούδι, έκανε ακροβατικά μαζί με τον άντρα της και τον μικρό της γιο, ως «Ντούο Νίνο και μισό». Ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν στο μαγαζί του «Τζίμη του χοντρού» στην Αχαρνών με τη Σωτηρία Μπέλλου. Κάποια στιγμή έγινε μεγάλη φασαρία και η Μπέλου αποχώρησε (μάλωσε με κάποιους θαμώνες βασιλικούς). Έτσι ο Τσιτσάνης πήρε στην θέση της τη Νίνου, η οποία μπορεί να μην διέθετε τεράστια φωνή, όμως είχε ένα εκρηκτικό ταμπεραμέντο στις ερμηνείες της και στο πάλκο, κάτι που τρέλαινε τον Τσιτσάνη. Σε λίγο καιρό το ντουέτο Τσιτσάνης – Νίνου χαλούσε κόσμο. Όπου εμφανίζονταν γινόταν το αδιαχώρητο. Όλοι ήθελαν να τους δουν και να ζήσουν μια βραδιά κοντά τους.
Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια του τραγούδι με την φωνή της Νίνου και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη, με αποτέλεσμα να γίνουν στις αρχές της δεκαετίας του 50 το δημοφιλέστερο ζευγάρι, όχι μόνο στο πάλκο, αλλά και στην προσωπική τους ζωή. Η Νίνου τον «ξετρέλαινε» και φαίνεται ότι προσπαθούσε να επισημοποιήσει τη σχέση τους και να τον αποτραβήξει από την γυναίκα του. Ο Τσιτσάνης όμως δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να διαλύσει την οικογένεια του, έτσι η σχέση του με την Νίνου είχε εξαρχής ημερομηνία λήξης. Εκείνος το ήξερε καλά, ενώ εκείνη έτρεφε ελπίδες και πίστευε ότι τελικά θα τον κερδίσει. Στο μεταξύ η Νίνου, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία που της έδειχνε, του είχε πάρει τον αέρα κι είχε αρχίσει να κανονίζει εκείνη τα συμβόλαια των μαγαζιών όπου θα εμφανιζόταν, τις πληρωμές, την διάρκεια, τους συνεργάτες κλπ.
Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό. Λέγεται ότι είχε καβαλήσει το καλάμι και ερχόταν συνεχώς σε προστριβές με άλλους συναδέλφους, αλλά και με την ίδια την οικογένεια του Τσιτσάνη. Εκείνος ανέχτηκε αυτή την κατάσταση για αρκετό καιρό, όχι μόνο επειδή της είχε αδυναμία, αλλά και επειδή ο κόσμος ήθελε να τους βλέπει μαζί στο πάλκο, ήταν το πιο εμπορικό ντουέτο. Η Νίνου του γνώριζε καλά αυτό και πατούσε εκεί πάνω. Επίσης του ζητούσε επίμονα την αποκλειστικότητα, όχι μόνο στο πάλκο αλλά και στην δισκογραφία. Ο Τσιτσάνης, με υπομονή, προσπαθούσε να της εξηγήσει πως κάθε τραγούδι θέλει τη φωνή του και δεν μπορεί να τα λέει όλα εκείνη.
Τα καμώματα της Νίνου τον έκαναν να δυσανασχετεί και το ποτήρι ξεχείλιζε. Έπειτα, το 1952, πήγαν ένα ταξίδι για εμφανίσεις στην Κωνσταντινούπολη όπου εκεί έγιναν μεγάλες σκηνές ζηλοτυπίας. Εκείνη γυρνούσε μόνη της στην Πόλη με παλιούς γνωστούς της, θυμώνοντας τον Τσιτσάνη, που προφανώς για πείσμα αφέθηκε στον έρωτα μιας τουρκοπούλας πριγκίπισσας, η οποία του έταζε πλούτη, παλάτια και του κόσμου τα καλά, για να μείνει κοντά της. Όταν το αντιλήφθηκε η Νίνου έγινε έξαλλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, τον χειμώνα του 1952-53, δούλεψαν πάλι μαζί στου «Τζίμη του χοντρού» όμως δεν μιλιόντουσαν. Πέρασε αρκετός καιρός για τα ξαναφτιάξουν. Την καλοκαιρινή σεζόν του 1953 εμφανίστηκαν στην «Τριάνα» του Χειλά στην λεωφόρο Συγγρού, όμως η σχέση τους παρ’ όλες τις συνεχόμενες επιτυχίες τόσο στην δισκογραφία όσο και στο πάλκο δεν ήταν σαν και πρώτα.
Στο μεταξύ, εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν και τα πρώτα συμπτώματα καρκίνου στην Νίνου. Ο Τσιτσάνης της συμπαραστάθηκε και την πήγε στον γιατρό, ο οποίος της σύστησε θεραπεία στην Αμερική. Η Νίνου τότε ζήτησε από τον Τσιτσάνη να πάνε περιοδεία στην Αμερική και συγχρόνως να κάνει τη θεραπεία της, και όποια χειρουργική επέμβαση χρειαζόταν. Εκείνος ήταν εξ αρχής αρνητικός, αλλά έγινε ανένδοτος μόλις έμαθε ότι η γυναίκα του Ζωή ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Το 1954 πια και οι δυο τους, Νίνου και Τσιτσάνης, γνώριζαν ότι η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο.
Η ώρα του οριστικού τους χωρισμού πλησίαζε. Η Νίνου ετοιμαζόταν να φύγει στην Αμερική ενώ το Τσιτσάνης τον Μάρτιο του 54 της έδωσε να πει ένα τραγούδι με ξεκάθαρα λόγια για το τέλος αυτής της τετράχρονης μεγαλειώδους σχέσης τους: «Τι σήμερα, τι αύριο, τη τώρα»*. Η Νίνου πήρε το τραγούδι, το έμαθε, κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια και όταν έφτασε η ώρα της ηχογράφησης, δεν άντεξε να το τραγουδήσει. Σταμάτησε και έφυγε δακρυσμένη. Όλοι οι παρευρισκόμενοι στο στούντιο, μουσικοί, ηχολήπτες και παραγωγοί πάγωσαν. Δεν ακουγόταν μιλιά, η σιωπή είχε κυριεύσει τα πάντα. Όταν επέστρεψε η Νίνου ήταν φανερά κλαμένη αλλά και συνάμα πεισματωμένη. Έπρεπε πλέον να βρει κουράγιο να συνεχίσει μόνη της το Γολγοθά που, όπως αποδείχτηκε μόλις είχε αρχίσει για κείνη. Οι μουσικοί έπαιξαν την εισαγωγή κι η Νίνου είπε το τραγούδι μια και έξω χωρίς άλλη διακοπή. Η ερμηνεία που καταγράφηκε είναι συγκλονιστική. Το παράπονο και το προηγούμενο κλάμα της Νίνου, εάν παρατηρήσει κανείς με προσοχή, είναι καταγεγραμμένα.
*Οι αρχικοί στίχοι γράφτηκαν από τον Γεράσιμο Τσάκαλο κατόπιν παραγγελίας του Τσιτσάνη, ο οποίος στην συνέχεια τους διόρθωσε σε αρκετά σημεία. Τα στοιχεία που παραθέτω είναι από την θαυμάσια έρευνα για τον Τσιτσάνη που έκανε ο συγγραφέας, καθηγητής και φίλος του Τσιτσάνη Σώτος Αλεξίου, στο βιβλίο του «Ο ξακουστός Τσιτσάνης», εκδόσεις Κοχλίας 2003.
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα
ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα,
του χωρισμού μας έφτασε η ώρα,
μπορεί και για τους δυο να ναι καλύτερα,
ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα.
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα,
και αν περιμένουμε τι θα κερδίσουμε
αφού η γκρίνια ξέσπασε σαν μπόρα,
στον δρόμο αυτό και οι δυο θα δυστυχήσουμε
και αν περιμένουμε τι θα κερδίσουμε.
Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα,
αφού δεν γίνεται μαζί να ζήσουμε
και αφού μας πήρε πια η κατηφόρα
καλύτερα από τώρα να χωρίσουμε
αφού δεν γίνεται μαζί να ζήσουμε.
- Απο το βιβλίου του Ηρακλή Ευστρατιάδη "Μια ιστορία...ένα τραγούδι", εκδόσεις Τουμπής.
Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010
Σταύρου Ξαρχάκου- Νίκου Γκάτσου
Ερμηνεία: Σταμάτης Κόκοτας 1970
Το τραγούδι Φρύνη του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, έχει ως βασική του αναφορά την ονομαστή εταίρα Φρύνη, με την απίστευτη ομορφιά και το τέλειο καλλίγραμμο κορμί, που λένε ότι χρησίμευες πρότυπο πολλών αγαλμάτων.
Στα αρχαία χρόνια, τις περισσότερες και ωραιότερες εταίρες τις είχαν η Αθήνα και η Κόρινθος. Εκείνες όμως που έμειναν στην ιστορία για το απαράμιλλο κάλλος, την ευφυΐα και την ομορφιά τους ήταν η Ασπασία, η Φρύνη, η Λάμια και Θαργηλία.
Η Φρύνη γεννήθηκε στις Θεσπιές Βοιωτίας γύρω στο 371 π.Χ. Το πραγματικό της όνομα ήταν Μνησαρέτη, αλλά ονομάστηκε «Φρύνη» λόγω της ωχρότητας του προσώπου της.
Εξαιτίας της εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς του σώματος και του προσώπου της απέκτησε μεγάλη φήμη, ενώ έγινε πάμπλουτη. Μάλιστα είχε γίνει τόσο πλούσια, που λέγεται ότι προσφέρθηκε να ανοικοδομήσει τη Θήβα, η οποία είχε καταστραφεί από τον Μέγα Αλέξανδρο (335 π.Χ.) υπό τον όρο να αναγραφεί το όνομα της σε μάρμαρο στην είσοδο της πόλης. Οι Θηβαίοι όμως αρνήθηκαν.
Με την εταίρα Φρύνη συνευρίσκονταν σπουδαίοι και επιφανείς άνδρες της εποχής, όπως ο Πραξιτέλης, ο Υπερείδης, ο Ξενοκράτης κ.α.
Η Φρύνη με την απίστευτη ομορφιά, χρησίμευε στον Πραξιτέλη και στον Απελλή ως πρότυπο αγαλμάτων της θεάς Αφροδίτης. Ακόμη λέγεται ότι κάποτε η Φρύνη κατηγορήθηκε για ασέβεια και στάθηκε προ του δικαστηρίου, ο ρήτορας που την υπεράσπιζε, ο Υπερείδης, κατάφερε να προκαλέσει την επιείκεια των δικαστών και να την αθωώσει, αφαιρώντας το χιτώνα της και εκθέτοντας, μπρος τα μάτια τους, τα εξαίρετα θέλγητρα της.
Στη Δαμασκό ξεφάντωναν
χαρά στην Παλαιστίνη
στης Πάρου της ακρογιαλιές
ξαναγεννιέται η Φρύνη
Του Πειραιά καράβια
το δρόμο ξέρετε
στα πέλαγα αρμενίστε
να μας την φέρετε
Πορτοκαλιά στη Μύκονο
μυρτιά στη Σαντορίνη
στης Πάρου τ’ άσπρα κύματα
ξαναγεννιέται η Φρύνη
Στη Σαλαμίνα βότσαλο
στην Αίγινα δελφίνι
στα βράχια του Σαρωνικού
ξαναγεννιέται η Φρύνη